ἔπουρος

ἔπουρος
ἔπουρος
blowing favourably
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έπουρος — ἔπουρος, ον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.) 2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ἔπουρον — ἔπουρος blowing favourably masc/fem acc sg ἔπουρος blowing favourably neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”